κορκορυγώ

κορκορυγώ
κορκορυγῶ, -έως (Α) [κορκορυγή]
γουργουρίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κορκορυγμός — κορκορυγμός, ὁ (Α) [κορκορυγῶ] υπόκωφος θόρυβος, αναταραχή και κυρίως το γουργούρισμα τών εντέρων («πόσος κορκορυγμὸς καὶ κλόνος τὴν γαστέρα σου συνετάρασσε», Λουκιαν.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”